- συνεκκαιω
- συνεκκαίωσυν-εκκαίω1) одновременно зажигать, воспламенять
(τὸν μεταξὺ ἀέρα Plut.)
2) перен. воспламенять, воодушевлять(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν μεταξὺ ἀέρα Plut.)
(τινά Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκκαίω — Α 1. κατακαίω συγχρόνως 2. απόλ. διεγείρω, εξάπτω συγχρόνως 3. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω συγχρόνως («συνεκκαίει τὸν θυμόν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκαίω «κατακαίω»] … Dictionary of Greek
συνεκκαίει — συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 2nd sg συνεκκαίω set on fire together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίειν — συνεκκαίω set on fire together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίεται — συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίοντος — συνεκκαίω set on fire together pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέκαυσαν — συνεκκαίω set on fire together aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέκαυσε — συνεκκαίω set on fire together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκάει — συνεκκά̱ει , συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 2nd sg (attic) συνεκκά̱ει , συνεκκαίω set on fire together pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
συνεκκάοντες — συνεκκά̱οντες , συνεκκαίω set on fire together pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)